- ἱστοβοῆα
- ἱστοβοεύςplough-treemasc acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναράσσω — και αττ. τ. συναράττω Α 1. συγκρούω, συντρίβω 2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.) 3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.) 4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις»… … Dictionary of Greek